- ημικοτύλη
- ἡμικοτύλη, ἡ (Α)μισή κοτύλη, μέτρο χωρητικότητας υγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + κοτύλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμικοτύλη — half fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικοτύλῃ — ἡμικοτύλη half fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικοτύλην — ἡμικοτύλη half fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημικοτυλιαίος — ἡμικοτυλιαῑος, α, ον (Α) [ημικοτύλη] αυτός που είναι ίσος με μισή κοτύλη … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek